- ενδεκάμηνος
- -η, -ο (AM ἑνδεκάμηνος, -ον)(για νεογνά ζώων) αυτός που γεννιέται μετά από κύηση ένδεκα μηνώννεοελλ.1. αυτός που έχει ηλικία ένδεκα μηνών («ενδεκάμηνο βρέφος»)2. αυτός που διαρκεί ένδεκα μήνες («ενδεκάμηνη προθεσμία»)3. αυτός που χορηγείται για ένδεκα μήνες («ενδεκάμηνη άδεια»)4. το ουδ. ως ουσ. το ενδεκάμηνοχρονικό διάστημα ένδεκα μηνών.
Dictionary of Greek. 2013.